Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Αύγουστος του 1944, Αύγουστος της θυσίας, Αύγουστος που οι μνήμες επιστρέφουν για να ρωτήσουν αν οι θυσίες έπιασαν τόπο...


Τα μπλόκα των Γερμανών πανελλαδικά και στην Αθήνα: Σάρχο, Βύρωνας, Καλλιθέα, Δουργούτι, Κοκκινιά κλπ. Ο Ελληνικός Λαός αρνείται να σκύψει το κεφάλι στους κατακτητές. Οι εργατικές συνοικίες συμμετέχουν μαζικά στον αγώνα και αντιμετωπίζουν την οργή των Γερμανών και των Ελλήνων συνεργατών τους, των δοσιλόγων και γερμανοτσολιάδων.


Οι εγκληματίες ναζί, 2-3 μήνες πριν ξεκουμπιστούν από την κατεστραμμένη Ελλάδα, παράλληλα με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και τα αντίποινα σε όλη τη χώρα, ανέπτυσσαν την τρομοκρατία στις πόλεις. Τα λεγόμενα μπλόκα γίνονταν κυρίως σε συνοικίες-προπύργια της ΕΑΜικής αντίστασης με βαθιές ιδεολογικές ρίζες που αποτελούσαν τους βασικούς στόχους των αντιΕΑΜικών δυνάμων. Στόχος ήταν η εξόντωση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και η σύλληψη ομήρων για τα γερμανικά στρατόπεδα εργασίας. Ο ρόλος του «κουκουλοφόρου» στα μπλόκα ή του ένοπλου τμήματος δεν εξαντλούνταν μόνο στην κατάδοση αλλά ήταν και επιχειρησιακός. 

Τον εφιαλτικό Αύγουστο του 1944 η τακτική των μπλόκων συνεχίστηκε με ακόμα μεγαλύτερη σκληρότητα με την εμπλοκή ισχυρότερων δυνάμεων απ’ την πλευρά των Γερμανών. Πληροφορίες για τα μπλόκα που ετοίμαζαν οι Γερμανοί και οι Ελληνες συνεργάτες τους (ταγματασφαλίτες,
μπουραντάδες, παπαγιώργηδες) έφταναν από ανθρώπους του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν σε θέσεις-κλειδιά ακόμα και σε αστυνομικά τμήματα. Οι ΕΛΑΣίτες των Ανατολικών Συνοικιών βρίσκονταν σε μόνιμο συναγερμό, συνήθως στα νταμάρια του Κοπανά, του Καρέα, σε γκρεμισμένα σπίτια ακόμα και σε χαντάκια αγκαλιά με τα αυτόματα και τις χειροβομβίδες, αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς και τους Ελληνες συνεργάτες τους.

Κάτι τέτοιο έγινε και το μεσημέρι της 7ης Αυγούστου 1944. Το τμήμα Ασφαλείας Μακρυγιάννη είχε ζητήσει τη γερμανική συνδρομή προκειμένου να εγκατασταθούν δυνάμεις του στην περιοχή του Βύρωνα. Έτσι, οι Γερμανοί, πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τους πιστούς τους συνεργάτες, ξεκίνησαν με προορισμό την περιοχή. Την ίδια στιγμή το Φρουραρχείο του ΕΛΑΣ στο Βύρωνα, έχοντας επικεφαλής τον λοχαγό και πρώην μέλος της ΟΠΛΑ Μανόλη Τζουλιαδάκη, είχε εμπλακεί σε μια συνηθισμένη αψιμαχία με Γερμανούς και ταγματασφαλίτες στον κεντρικό δρόμο που ένωνε τον Βύρωνα με το Παγκράτι. Λίγο πιο κάτω προς το αλσύλλιο της Αγίας Τριάδας βρίσκονταν δύο άλλα μέλη του Φρουραρχείου, που είχαν φτάσει μέχρι την αγορά του Βύρωνα. Από εκεί είδαν το ένα γερμανικό τζιπ που τους κατεδίωκε. Τότε ο ένας, ο Βάγγος, έριξε και ο Γερμανός αξιωματικός έπεσε νεκρός. Ακολούθησε συμπλοκή ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και τις ενισχυμένες με άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας γερμανικές δυνάμεις. Μετά τη λήξη της συμπλοκής απ’ το μπαλκόνι του αστυνομικού τμήματος εμφανίστηκε ο Βυρωνιώτης ταγματασφαλίτης Τριαντάφυλλος Κοτζαμάνης και ουρλιάζοντας απ’ τον τηλεβόα καλούσε τον κόσμο να παραδώσει ΕΑΜίτες και κομμουνιστές, διαφορετικά θα προέβαινε σε ανεξέλεγκτες εκτελέσεις. Κανείς δεν ανταποκρίθηκε.

 Έτσι, Γερμανοί και ταγματασφαλίτες σε έλεγχο ταυτοτήτων σε πάνω από 1000 άτομα, ξεχώρισαν κάποιους και τους χώρισαν σε εξάδες. Τότε, ο Γερμανός αξιωματικός που επόπτευε την «επιχείρηση» επέλεξε κάποιους νέους μέσα απ’ τις εξάδες και τους έστησε στον μαντρότοιχο του παιδικού σταθμού του «Μοργκεντάου» στη Χρ. Σμύρνης. Ζήτησε τότε να παραδοθεί ο "δολοφόνος" του Γερμανού για να τους αφήσει ελεύθερους.  Κανείς δεν παραδόθηκε και τότε εκτέλεσαν επιτόπου 10. Υπήρχε κι ένας 11ος ήρωας εκείνης της μέρας. Ήταν ο 20χρονος φοιτητής του Πολυτεχνείου και γραμματέας της ΕΠΟΝ Ζωγράφου, Παναγιώτης Κασσιμάτης, που ενώ βρέθηκε τυχαία στο σημείο του μπλόκου, βλέποντας αποφασισμένο τον Γερμανό αξιωματικό να εκτελέσει τα 10 παλικάρια μπήκε μπροστά και πήρε εκείνος την ευθύνη επάνω του προκειμένου να γλιτώσει τους άλλους 10. «Σταματήστε, φονιάδες. Εγώ σκότωσα τον αξιωματικό σας. Εμένα να σκοτώσετε». Ο Γερμανός αξιωματικός, που είχε δώσει και τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής πως αν παρουσιαστεί ο ένοχος θα άφηνε τους μελλοθάνατους ελεύθερους, τον εκτέλεσε απλά πρώτο. Στη συνέχεια ζήτησε απ” τον Ιάκωβο Μερκουριάδη να μιλήσει γιατί θα είχε την τύχη του Κασσιμάτη. Εκείνος απάντησε: «Αφού αυτός δεν φοβήθηκε το πιστόλι γιατί να φοβηθώ εγώ;». Λίγο αργότερα τα 11 παλικάρια ήταν νεκρά. Την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, όλοι άκουγαν τη μάχη που έδινε η ομάδα του Κολλημένου στη Νεράιδα, στο τέρμα της Α. Κοραή που αρχίζει απ΄ του Μοργκεντάου. Οι ριπές από τα αυτόματα και τις χειροβομβίδες έπεφταν για να σπάσει ο κλοιός των ταγματασφαλιτών και να διαφύγουν.  Όμως δεν τα κατάφεραν τελικά γιατί οι γερμανοτσολιάδες ήταν περισσότεροι και είχαν βαρύτερο οπλισμό. Οι υπόλοιποι 6οο συλληφθέντες του μπλόκου κατέληξαν στο Χαϊδάρι κι από κει οι περισσότεροι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας.

 Σε όλες τις περιπτώσεις των μπλόκων, όσοι προλάβαιναν να διαφύγουν το έκαναν. Τακτική πάντως των ΕΑΜικών οργανώσεων ήταν όταν υπήρχε πληροφορία για επικείμενο μπλόκο να απομακρύνονται οι κάτοικοι. Το ίδιο έγινε και στον Βύρωνα όπου ο ΕΠΟΝίτης Θόδωρος Κυριακίδης καλούσε τους κατοίκους να μην υποκύψουν στις απειλές των Γερμανών αλλά να φύγουν προς τα βουνά. Πράγματι στο μπλόκο του Βύρωνα οι χαράδρες και οι σπηλιές του Υμηττού είχαν γεμίσει κόσμο. Ο Βύρωνας άδειασε και από στελέχη, αφού περίπου 70 μαχητές από το ΙΙ/2 Τάγμα του ΕΔΑΣ και ομάδες της Πολιτοφυλακής κατέφυγαν προσωρινά στο Κατσιπόδι και το Δουργούτι (Δάφνη και Νέος Κόσμος αντίστοιχα). Κάποιοι ελάχιστοι έμειναν για να μην αφήσουν τον Βύρωνα στο έλεος των εχθρών. Το επόμενο πρωί τρεις ΟΠΛΑτζήδες των Ανατολικών Συνοικιών θα παρατηρούσαν τις ύποπτες κινήσεις ενός με πολιτικά. Λίγο αργότερα αυτός θα έπεφτε νεκρός, για να αποκαλυφθεί ότι ήταν άνθρωπος της Ειδικής Ασφάλειας.  Ήταν η αρχή που θα οδηγούσε λίγες ώρες αργότερα στο επόμενο λουτρό αίματος στο Δουργούτι…
 (Δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», Πέμπτη, 7/8/2013)



1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

41 Ήρωες θυσία στο βωμό της Ελευθερίας, θύματα του Ναζιστικού ζυγού στο επίσημα χαρακτηρισμένο ως «μαρτυρικό χωριό» και μέλος του δικτύου «μαρτυρικών πόλεων και χωριών Ελλάδας της περιόδου 1940 – 1945» Σάρχο Μαλεβιζίου.

Στο ιστορικό χωριό, όπου στις 13 Αυγούστου του '44 οι Γερμανοί κατακτητές βλέποντας τον πόλεμο να χάνεται, προχώρησαν σε μια ακόμη πράξη μίσους και εκδίκησης. Κυριευμένοι από τον πανικό του ηττημένου, εκτέλεσαν αθώους Σαρχιανούς πατριώτες, σε μια ύστατη προσπάθεια να ικανοποιήσουν την πολεμική τους ματαιοδοξία. Είκοσι Σαρχιανούς συγκέντρωσαν στο κέντρο του χωριού, και όλοι τους με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, όπως ταιριάζει σε κάθε Πατριώτη, στάθηκαν μπροστά από τις κάνες των όπλων του κατακτητή.

Εκτός όμως από τους 20, οι Γερμανοί πήραν κι άλλους 15 μαζί τους και τους χρησιμοποίησαν ως υποζύγια και ομήρους στην επιδρομή τους στα Ανώγεια. Μετά την καταστροφή των Ανωγείων, οι Γερμανοί τους εκτέλεσαν κι αυτούς στα Σίσαρχα, στην άκρη του χωριού, σε μια απότομη, μικρή ρεματιά. Ήταν η δεύτερη εκτέλεση μέσα στο Αύγουστο, για τους ανθρώπους του Σάρχου. 35 άνθρωποι συνολικά, από 18 μέχρι 80 χρονών, συν άλλοι 6 που είχαν εκτελεστεί ή πέσει στο πεδίο της μάχης νωρίτερα, από ένα χωριό 250 περίπου κατοίκων, είναι βαρύς φόρος αίματος. 41 Ήρωες από το Σάρχο, θυσία στο βωμό της Ελευθερίας, θύματα του Ναζιστικού ζυγού. Ήρωες που με τη θυσία τους, τοποθετήθηκαν στο Πάνθεων των Ηρώων της πατρίδας μας.


Αναγνώστες